- τουλαραιμία
- η, Νιατρ. οξεία λοιμώδης ανθρωποζωονόσος οφειλόμενη στο βακτήριο Francisella tularensis και είναι κυρίως νόσος τών τρωκτικών, και ειδικότερα τού λαγού, από τα οποία μεταδίδεται με άμεση επαφή ή με τους νυγμούς οίστρων και κροτώνων.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. tularemia < Tulare, πολιτεία στην Καλιφόρνια, όπου η νόσος εμφανίστηκε για πρώτη φορά + -emia (< αίμα)].
Dictionary of Greek. 2013.